περιδείδω

περιδείδω
Α
1. έχω μεγάλο φόβο, φοβούμαι πολύ για κάτι
2. φοβούμαι πάρα πολύ να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δείδω «φοβάμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιδείδιε — περιδείδω perf imperat act 2nd sg περιδείδω perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδδείσαντες — περιδείδω aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδεδιέναι — περιδείδω perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδείδια — περιδείδω perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδείδιθι — περιδείδω perf imperat act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδείσαντες — περιδείδω aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίδδεισαν — περιδείδω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίδεισαν — περιδείδω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδδείσασ' — περιδδείσᾱσα , περιδείδω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) περιδδείσᾱσι , περιδείδω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) περιδδείσᾱσαι , περιδείδω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιδείσασ' — περιδείσᾱσα , περιδείδω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) περιδείσᾱσι , περιδείδω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) περιδείσᾱσαι , περιδείδω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”